Translation meaning & definition of the word "nil" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μηδέν" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Nil
[Μηδέν]/nɪl/
noun
1. A quantity of no importance
- "It looked like nothing i had ever seen before"
- "Reduced to nil all the work we had done"
- "We racked up a pathetic goose egg"
- "It was all for naught"
- "I didn't hear zilch about it"
- synonym:
- nothing ,
- nil ,
- nix ,
- nada ,
- null ,
- aught ,
- cipher ,
- cypher ,
- goose egg ,
- naught ,
- zero ,
- zilch ,
- zip ,
- zippo
1. Ποσότητα χωρίς σημασία
- "Δεν έμοιαζε με τίποτα που είχα ξαναδεί"
- "Μείωσε στο μηδέν όλη τη δουλειά που είχαμε κάνει"
- "Βάφαμε ένα αξιολύπητο αυγό χήνας"
- "Όλα ήταν για τους απατεώνες"
- "Δεν άκουσα τον ζελς για αυτό"
- συνώνυμο:
- τίποτα ,
- μηδέν ,
- νιξ ,
- νάντα ,
- πρέπει ,
- κρυπτογράφηση ,
- κυπαρισσιούχοσ ,
- αυγό χήνας ,
- μην ,
- ζιλχ ,
- φερμουάρ ,
- ζίπο