Translation meaning & definition of the word "nightly" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "νυχτερινά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Nightly
[Νυχτερινά]/naɪtli/
adjective
1. Happening every night
- "Nightly television now goes on until 3:00 or 4:00 a.m."
- synonym:
- nightly
1. Συμβαίνει κάθε βράδυ
- "Η νυχτερινή τηλεόραση συνεχίζεται μέχρι τις 3:00 ή τις 4:00 π.μ."
- συνώνυμο:
- νυχτερινός
adverb
1. At the end of each day
- "She checks on her roses nightly"
- synonym:
- nightly ,
- every night
1. Στο τέλος κάθε ημέρας
- "Ελέγχει τα τριαντάφυλλά της νυχτερινά"
- συνώνυμο:
- νυχτερινός ,
- κάθε βράδυ
Examples of using
The policeman was on his usual nightly round.
Ο αστυνομικός ήταν στο συνηθισμένο νυχτερινό του γύρο.