Translation meaning & definition of the word "nicotine" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "νικοτίνη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Nicotine
[Νικοτίνη]/nɪkətin/
noun
1. An alkaloid poison that occurs in tobacco
- Used in medicine and as an insecticide
- synonym:
- nicotine
1. Ένα αλκαλοειδές δηλητήριο που εμφανίζεται στον καπνό
- Χρησιμοποιείται στην ιατρική και ως εντομοκτόνο
- συνώνυμο:
- νικοτίνη