Translation meaning & definition of the word "nick" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "νέος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Nick
[Νικ]/nɪk/
noun
1. An impression in a surface (as made by a blow)
- synonym:
- dent ,
- ding ,
- gouge ,
- nick
1. Μια εντύπωση σε μια επιφάνεια (ας από ένα χτύπημα)
- συνώνυμο:
- οδοντωτός ,
- ντινγκ ,
- γκουζ ,
- νικ
2. (british slang) a prison
- "He's in the nick"
- synonym:
- nick
2. (βρετανική αργκό) μια φυλακή
- "Είναι στο νικέλιο"
- συνώνυμο:
- νικ
3. A small cut
- synonym:
- notch ,
- nick ,
- snick
3. Μια μικρή περικοπή
- συνώνυμο:
- εγκοπή ,
- νικ ,
- παραπονιέμαι
verb
1. Cut slightly, with a razor
- "The barber's knife nicked his cheek"
- synonym:
- nick ,
- snick
1. Κόψτε ελαφρώς, με ένα ξυράφι
- "Το μαχαίρι του κουρέα κούνησε το μάγουλό του"
- συνώνυμο:
- νικ ,
- παραπονιέμαι
2. Cut a nick into
- synonym:
- nick ,
- chip
2. Κόβω ένα νικέλιο σε
- συνώνυμο:
- νικ ,
- τσιπ
3. Divide or reset the tail muscles of
- "Nick horses"
- synonym:
- nick
3. Διαιρέστε ή επαναφέρετε τους μυς της ουράς
- "Νικ άλογα"
- συνώνυμο:
- νικ
4. Mate successfully
- Of livestock
- synonym:
- nick
4. Σύντροφος με επιτυχία
- Ζώων
- συνώνυμο:
- νικ
Examples of using
The doctor arrived in the nick of time.
Ο γιατρός έφτασε στο νικέλιο του χρόνου.
Tom came just in the nick of time.
Ο Τομ ήρθε ακριβώς στο νικέλιο του χρόνου.
Tom got to the airport just in the nick of time.
Ο Τομ έφτασε στο αεροδρόμιο ακριβώς στο νικέλιο του χρόνου.