Translation meaning & definition of the word "nibble" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ευγενής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Nibble
[Νίμπλε]/nɪbəl/
noun
1. A small byte
- synonym:
- nybble ,
- nibble
1. Ένα μικρό μπιτ
- συνώνυμο:
- νυμφίβολοσ ,
- νιβάδα
2. Gentle biting
- synonym:
- nibble
2. Απαλό δάγκωμα
- συνώνυμο:
- νιβάδα
verb
1. Bite off very small pieces
- "She nibbled on her cracker"
- synonym:
- nibble
1. Τσίμπημα από πολύ μικρά κομμάτια
- "Κρέμασε στο κράκερ της"
- συνώνυμο:
- νιβάδα
2. Bite gently
- "The woman tenderly nibbled at her baby's ear"
- synonym:
- nibble
2. Δαγκώστε απαλά
- "Η γυναίκα τρυφερά στο αυτί του μωρού της"
- συνώνυμο:
- νιβάδα
3. Eat intermittently
- Take small bites of
- "He pieced at the sandwich all morning"
- "She never eats a full meal--she just nibbles"
- synonym:
- nibble ,
- pick ,
- piece
3. Τρώτε διαλείπουσα
- Πάρτε μικρά δαγκώματα
- "Μαζεύτηκε στο σάντουιτς όλο το πρωί"
- "Ποτέ δεν τρώει ένα πλήρες γεύμα - απλά νιβλί"
- συνώνυμο:
- νιβάδα ,
- επιλέγω ,
- κομμάτι