Translation meaning & definition of the word "ni" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ναι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ni
[Νι]/ni/
noun
1. A hard malleable ductile silvery metallic element that is resistant to corrosion
- Used in alloys
- Occurs in pentlandite and smaltite and garnierite and millerite
- synonym:
- nickel ,
- Ni ,
- atomic number 28
1. Ένα σκληρό ελατό όλκιμο αργυροειδές μεταλλικό στοιχείο που είναι ανθεκτικό στη διάβρωση
- Χρησιμοποιημένος στα κράματα
- Εμφανίζεται σε πεντλανδίτη και σμαλτίτη και γαρνιερίτη και μιλερίτη
- συνώνυμο:
- νικέλιο ,
- Νι ,
- ατομικός αριθμός 28