Translation meaning & definition of the word "newton" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "νεύτων" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Newton
[Νεύτων]/nutən/
noun
1. English mathematician and physicist
- Remembered for developing the calculus and for his law of gravitation and his three laws of motion (1642-1727)
- synonym:
- Newton ,
- Isaac Newton ,
- Sir Isaac Newton
1. Άγγλος μαθηματικός και φυσικός
- Θυμήθηκε για την ανάπτυξη του λογισμού και για το νόμο της βαρύτητας και τους τρεις νόμους της κίνησης (1642-1727)
- συνώνυμο:
- Νεύτων ,
- Ισαάκ Νεύτων
2. A unit of force equal to the force that imparts an acceleration of 1 m/sec/sec to a mass of 1 kilogram
- Equal to 100,000 dynes
- synonym:
- newton ,
- N
2. Μια μονάδα δύναμης ίση με τη δύναμη που μεταδίδει μια επιτάχυνση 1 μ/δευτ/δευτερόλεπτο σε μια μάζα 1 κιλού
- Ίση με 100.000 δυνάμεις
- συνώνυμο:
- νιούτον ,
- Ν