Translation meaning & definition of the word "newspaper" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εφημερίδα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Newspaper
[Εφημερίδα]/nuzpepər/
noun
1. A daily or weekly publication on folded sheets
- Contains news and articles and advertisements
- "He read his newspaper at breakfast"
- synonym:
- newspaper ,
- paper
1. Μια ημερήσια ή εβδομαδιαία δημοσίευση σε διπλωμένα φύλλα
- Περιέχει νέα και άρθρα και διαφημίσεις
- "Διάβασε την εφημερίδα του στο πρωινό"
- συνώνυμο:
- εφημερίδα ,
- χαρτί
2. A business firm that publishes newspapers
- "Murdoch owns many newspapers"
- synonym:
- newspaper ,
- paper ,
- newspaper publisher
2. Μια επιχείρηση που εκδίδει εφημερίδες
- "Ο μέρντοχ έχει πολλές εφημερίδες"
- συνώνυμο:
- εφημερίδα ,
- χαρτί ,
- εκδότης εφημερίδας
3. The physical object that is the product of a newspaper publisher
- "When it began to rain he covered his head with a newspaper"
- synonym:
- newspaper ,
- paper
3. Το φυσικό αντικείμενο που είναι το προϊόν ενός εκδότη εφημερίδας
- "Όταν άρχισε να βρέχει, κάλυψε το κεφάλι του με μια εφημερίδα"
- συνώνυμο:
- εφημερίδα ,
- χαρτί
4. Cheap paper made from wood pulp and used for printing newspapers
- "They used bales of newspaper every day"
- synonym:
- newspaper ,
- newsprint
4. Φθηνό χαρτί από ξύλινο πολτό και χρησιμοποιείται για την εκτύπωση εφημερίδων
- "Χρησιμοποιούσαν μπάλες εφημερίδας κάθε μέρα"
- συνώνυμο:
- εφημερίδα
Examples of using
Tom wrote an article for the school newspaper.
Ο Τομ έγραψε ένα άρθρο για τη σχολική εφημερίδα.
The window to the world can be covered by a newspaper.
Το παράθυρο στον κόσμο μπορεί να καλυφθεί από μια εφημερίδα.
My husband reads the newspaper while eating breakfast.
Ο σύζυγός μου διαβάζει την εφημερίδα ενώ τρώει πρωινό.