Translation meaning & definition of the word "newsman" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εφημερίδα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Newsman
[Εφημεριδοπώλησ]/nuzmæn/
noun
1. A person who investigates and reports or edits news stories
- synonym:
- reporter ,
- newsman ,
- newsperson
1. Ένα άτομο που ερευνά και αναφέρει ή επεξεργάζεται ειδήσεις ιστορίες
- συνώνυμο:
- δημοσιογράφος ,
- εφημεριδοπώλησ