Translation meaning & definition of the word "newsletter" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ενημερωτικό δελτίο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Newsletter
[Ενημερωτικό δελτίο]/nuzlɛtər/
noun
1. Report or open letter giving informal or confidential news of interest to a special group
- synonym:
- newsletter ,
- newssheet
1. Αναφορά ή ανοικτή επιστολή που παρέχει άτυπα ή εμπιστευτικά νέα που ενδιαφέρουν μια ειδική ομάδα
- συνώνυμο:
- ενημερωτικό δελτίο ,
- εφημερίδα