Translation meaning & definition of the word "neutral" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ουδέτερο" στην ελληνική γλώσσα
Neutral
[Ουδέτερο]noun
1. One who does not side with any party in a war or dispute
- synonym:
- neutral
1. Εκείνος που δεν συνοδεύεται από κανένα κόμμα σε πόλεμο ή διαφωνία
- συνώνυμο:
- ουδέτερος
adjective
1. Having no personal preference
- "Impersonal criticism"
- "A neutral observer"
- synonym:
- impersonal ,
- neutral
1. Χωρίς προσωπική προτίμηση
- "Απροσωπική κριτική"
- "Ουδέτερος παρατηρητής"
- συνώνυμο:
- απρόσωπος ,
- ουδέτερος
2. Having only a limited ability to react chemically
- Chemically inactive
- "Inert matter"
- "An indifferent chemical in a reaction"
- synonym:
- inert ,
- indifferent ,
- neutral
2. Περιορισμένη ικανότητα να αντιδρά χημικά
- Χημικά ανενεργός
- "Αδρανές θέμα"
- "Μια αδιάφορη χημική ουσία σε μια αντίδραση"
- συνώνυμο:
- αδρανής ,
- αδιάφορος ,
- ουδέτερος
3. Not supporting or favoring either side in a war, dispute, or contest
- synonym:
- neutral
3. Δεν υποστηρίζει ή ευνοεί καμία από τις δύο πλευρές σε έναν πόλεμο, διαφωνία ή διαγωνισμό
- συνώνυμο:
- ουδέτερος
4. Possessing no distinctive quality or characteristics
- synonym:
- neutral
4. Δεν διαθέτει διακριτική ποιότητα ή χαρακτηριστικά
- συνώνυμο:
- ουδέτερος
5. Having no hue
- "Neutral colors like black or white"
- synonym:
- achromatic ,
- neutral
5. Χωρίς απόχρωση
- "Ουδέτερα χρώματα όπως το μαύρο ή άσπρο"
- συνώνυμο:
- αχρωματικόσ ,
- ουδέτερος
6. Lacking distinguishing quality or characteristics
- "A neutral personality that made no impression whatever"
- synonym:
- neutral
6. Έλλειψη διακριτικής ποιότητας ή χαρακτηριστικών
- "Μια ουδέτερη προσωπικότητα που δεν έκανε καμία εντύπωση"
- συνώνυμο:
- ουδέτερος
7. Having no net electric charge
- synonym:
- neutral ,
- electroneutral
7. Χωρίς καθαρό ηλεκτρικό φορτίο
- συνώνυμο:
- ουδέτερος ,
- ηλεκτρονουδέτερη