Translation meaning & definition of the word "neurosis" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "νεύρωση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Neurosis
[Νεύρωση]/nʊroʊsəs/
noun
1. A mental or personality disturbance not attributable to any known neurological or organic dysfunction
- synonym:
- neurosis ,
- neuroticism ,
- psychoneurosis
1. Διαταραχή της προσωπικότητας ή της ψυχικής διαταραχής που δεν οφείλεται σε καμία γνωστή νευρολογική ή οργανική δυσλειτουργία
- συνώνυμο:
- νεύρωση ,
- νευρωτισμόσ ,
- ψυχονεύρωση