Translation meaning & definition of the word "net" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "δίχτυ" στην ελληνική γλώσσα
Net
[Net]noun
1. A computer network consisting of a worldwide network of computer networks that use the tcp/ip network protocols to facilitate data transmission and exchange
- synonym:
- internet ,
- net ,
- cyberspace
1. Ένα δίκτυο υπολογιστών που αποτελείται από ένα παγκόσμιο δίκτυο δικτύων υπολογιστών που χρησιμοποιούν τα πρωτόκολλα δικτύου tcp/ip για να διευκολύνουν τη μετάδοση και την ανταλλαγή δεδομένων
- συνώνυμο:
- διαδίκτυο ,
- καθαρό ,
- κυβερνοχώρος
2. A trap made of netting to catch fish or birds or insects
- synonym:
- net
2. Μια παγίδα φτιαγμένη από δίχτυ για να πιάσει ψάρια ή πουλιά ή έντομα
- συνώνυμο:
- καθαρό
3. The excess of revenues over outlays in a given period of time (including depreciation and other non-cash expenses)
- synonym:
- net income ,
- net ,
- net profit ,
- lucre ,
- profit ,
- profits ,
- earnings
3. Η υπέρβαση των εσόδων έναντι των δαπανών σε μια δεδομένη χρονική περίοδο (συμπεριλαμβανομένων των αποσβέσεων και άλλων μη ταμειακών δαπανών)
- συνώνυμο:
- καθαρό εισόδημα ,
- καθαρό ,
- καθαρό κέρδος ,
- lucre ,
- κέρδος ,
- κέρδη
4. A goal lined with netting (as in soccer or hockey)
- synonym:
- net
4. Ένα γκολ με δίχτυα (όπως στο ποδόσφαιρο ή το χόκεϊ)
- συνώνυμο:
- καθαρό
5. Game equipment consisting of a strip of netting dividing the playing area in tennis or badminton
- synonym:
- net
5. Εξοπλισμός παιχνιδιών που αποτελείται από μια λωρίδα διχτυών που χωρίζει τον αγωνιστικό χώρο στο τένις ή το μπάντμιντον
- συνώνυμο:
- καθαρό
6. An open fabric of string or rope or wire woven together at regular intervals
- synonym:
- net ,
- network ,
- mesh ,
- meshing ,
- meshwork
6. Ένα ανοιχτό ύφασμα από κορδόνι ή σχοινί ή σύρμα υφασμένο μεταξύ τους σε τακτά χρονικά διαστήματα
- συνώνυμο:
- καθαρό ,
- δίκτυο ,
- πλέγμα ,
- δικτυωτό
verb
1. Make as a net profit
- "The company cleared $1 million"
- synonym:
- net ,
- sack ,
- sack up ,
- clear
1. Αποφέρετε ως καθαρό κέρδος
- "Η εταιρεία καθάρισε $1 εκατομμύριο"
- συνώνυμο:
- καθαρό ,
- σάκος ,
- απολύω ,
- σαφής
2. Yield as a net profit
- "This sale netted me $1 million"
- synonym:
- net ,
- clear
2. Απόδοση ως καθαρό κέρδος
- "Αυτή η πώληση μου χάρισε $1 εκατομμύριο"
- συνώνυμο:
- καθαρό ,
- σαφής
3. Construct or form a web, as if by weaving
- synonym:
- web ,
- net
3. Κατασκευάστε ή σχηματίστε έναν ιστό, σαν να υφαίνετε
- συνώνυμο:
- ιστός ,
- καθαρό
4. Catch with a net
- "Net a fish"
- synonym:
- net ,
- nett
4. Πιάσε με δίχτυ
- "Δίχτυ ένα ψάρι"
- συνώνυμο:
- καθαρό
adjective
1. Remaining after all deductions
- "Net profit"
- synonym:
- net ,
- nett
1. Υπόλοιπο μετά από όλες τις αφαιρέσεις
- "Καθαρό κέρδος"
- συνώνυμο:
- καθαρό
2. Conclusive in a process or progression
- "The final answer"
- "A last resort"
- "The net result"
- synonym:
- final ,
- last ,
- net
2. Οριστικό σε μια διαδικασία ή εξέλιξη
- "Η τελική απάντηση"
- "Μια έσχατη λύση"
- "Το καθαρό αποτέλεσμα"
- συνώνυμο:
- τελικός ,
- τελευταίος ,
- καθαρό