Translation meaning & definition of the word "nester" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ελεύθερος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Nester
[Ελεγκτήσ]/nɛstər/
noun
1. Someone who settles lawfully on government land with the intent to acquire title to it
- synonym:
- squatter ,
- homesteader ,
- nester
1. Κάποιος που εγκαθίσταται νόμιμα σε κυβερνητική γη με την πρόθεση να αποκτήσει τίτλο σε αυτήν
- συνώνυμο:
- παραλύω ,
- ενοικιαστήσ ,
- νέστερ
2. A bird that has built (or is building) a nest
- synonym:
- nester
2. Ένα πουλί που έχει χτίσει (ορ είναι το κτίριο) μια φωλιά
- συνώνυμο:
- νέστερ