Translation meaning & definition of the word "nervousness" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "νευρικότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Nervousness
[Νευρικότητα]/nərvəsnəs/
noun
1. The anxious feeling you have when you have the jitters
- synonym:
- jitteriness ,
- jumpiness ,
- nervousness ,
- restiveness
1. Το ανήσυχο συναίσθημα που έχετε όταν έχετε τα ενεργά
- συνώνυμο:
- ακαταστασία ,
- αναπηρία ,
- νευρικότητα ,
- αναζωογόνηση
2. An uneasy psychological state
- "He suffered an attack of nerves"
- synonym:
- nervousness ,
- nerves
2. Μια ανήσυχη ψυχολογική κατάσταση
- "Υπέστη επίθεση νεύρων"
- συνώνυμο:
- νευρικότητα ,
- νεύρα
3. A sensitive or highly strung temperament
- synonym:
- nervousness
3. Μια ευαίσθητη ή εξαιρετικά αποσπασματική ιδιοσυγκρασία
- συνώνυμο:
- νευρικότητα