Translation meaning & definition of the word "neigh" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αναστενάζει" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Neigh
[Κοντάρι]/ne/
noun
1. The characteristic sounds made by a horse
- synonym:
- neigh ,
- nicker ,
- whicker ,
- whinny
1. Οι χαρακτηριστικοί ήχοι που φτιάχνονται από ένα άλογο
- συνώνυμο:
- νεφελώδησ ,
- νικέλιο ,
- παραπονιέται ,
- παραπονετικόσ
verb
1. Make a characteristic sound, of a horse
- synonym:
- neigh ,
- nicker ,
- whicker ,
- whinny
1. Κάντε ένα χαρακτηριστικό ήχο, από ένα άλογο
- συνώνυμο:
- νεφελώδησ ,
- νικέλιο ,
- παραπονιέται ,
- παραπονετικόσ