Translation meaning & definition of the word "negotiator" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διαπραγματευτής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Negotiator
[Διαπραγματευτήσ]/nəgoʊʃietər/
noun
1. Someone who negotiates (confers with others in order to reach a settlement)
- synonym:
- negotiator ,
- negotiant ,
- treater
1. Κάποιος που διαπραγματεύεται (διαμορφώνει με άλλους για να φτάσει σε έναν οικισμό)
- συνώνυμο:
- διαπραγματευτήσ ,
- διαπραγματευτής ,
- θεραπευτήσ
Examples of using
We have a good negotiator on the staff.
Έχουμε έναν καλό διαπραγματευτή για το προσωπικό.