Translation meaning & definition of the word "negotiation" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διαπραγμάτευση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Negotiation
[Διαπραγμάτευση]/nɪgoʊʃieʃən/
noun
1. A discussion intended to produce an agreement
- "The buyout negotiation lasted several days"
- "They disagreed but kept an open dialogue"
- "Talks between israelis and palestinians"
- synonym:
- negotiation ,
- dialogue ,
- talks
1. Συζήτηση που αποσκοπεί στην επίτευξη συμφωνίας
- "Η διαπραγμάτευση εξαγοράς διήρκεσε αρκετές ημέρες"
- "Διαφώνησαν, αλλά κράτησαν έναν ανοιχτό διάλογο"
- "Τα πράγματα μεταξύ ισραηλινών και παλαιστινίων"
- συνώνυμο:
- διαπραγμάτευση ,
- διάλογος ,
- συνομιλίες
2. The activity or business of negotiating an agreement
- Coming to terms
- synonym:
- negotiation
2. Η δραστηριότητα ή η επιχείρηση της διαπραγμάτευσης μιας συμφωνίας
- Προσεχώς
- συνώνυμο:
- διαπραγμάτευση