Translation meaning & definition of the word "negotiable" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διαπραγματεύσιμη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Negotiable
[Διαπραγματεύσιμη]/nəgoʊʃəbəl/
adjective
1. Capable of being passed or negotiated
- "A negotiable road"
- synonym:
- negotiable
1. Ικανό να περάσει ή να διαπραγματευτεί
- "Διαπραγματεύσιμο δρόμο"
- συνώνυμο:
- διαπραγματεύσιμη
2. Able to be negotiated or arranged by compromise
- "Negotiable demands"
- "The proposal is still on the table"
- synonym:
- negotiable ,
- on the table
2. Είναι σε θέση να διαπραγματευτεί ή να διευθετηθεί με συμβιβασμό
- "Διαπραγματεύσιμες απαιτήσεις"
- "Η πρόταση είναι ακόμα στο τραπέζι"
- συνώνυμο:
- διαπραγματεύσιμη ,
- στο τραπέζι
3. Legally transferable to the ownership of another
- "Negotiable bonds"
- synonym:
- assignable ,
- conveyable ,
- negotiable ,
- transferable ,
- transferrable
3. Νομικά μεταβιβάσιμη στην ιδιοκτησία άλλου
- "Διαπραγματεύσιμοι δεσμοί"
- συνώνυμο:
- εκχωρητόσ ,
- μεταβιβάσιμοσ ,
- διαπραγματεύσιμη ,
- μεταβιβάσιμη