Translation meaning & definition of the word "negligible" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αμείλικτο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Negligible
[Αμελητέα]/nɛgləʤəbəl/
adjective
1. So small as to be meaningless
- Insignificant
- "The effect was negligible"
- synonym:
- negligible
1. Τόσο μικρό ώστε να μην έχει νόημα
- Ασήμαντοσ
- "Το αποτέλεσμα ήταν αμελητέο"
- συνώνυμο:
- αμελητέος
2. Not worth considering
- "He considered the prize too paltry for the lives it must cost"
- "Piffling efforts"
- "A trifling matter"
- synonym:
- negligible ,
- paltry ,
- trifling
2. Δεν αξίζει να εξεταστεί
- "Θεώρησε το βραβείο πολύ απαίσιο για τις ζωές που πρέπει να κοστίσει"
- "Μυστικές προσπάθειες"
- "Ένα ασήμαντο θέμα"
- συνώνυμο:
- αμελητέος ,
- παλτάρι ,
- ανατριχιάζω