Translation meaning & definition of the word "negligent" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "άγλυφο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Negligent
[Αμελητέα]/nɛgləʤənt/
adjective
1. Characterized by neglect and undue lack of concern
- "Negligent parents"
- "Negligent of detail"
- "Negligent in his correspondence"
- synonym:
- negligent
1. Χαρακτηρίζεται από παραμέληση και αδικαιολόγητη έλλειψη ανησυχίας
- "Άγριοι γονείς"
- "Αισχρό λεπτομέρειας"
- "Αναστατωμένος στην αλληλογραφία του"
- συνώνυμο:
- αμελήσ
Examples of using
I was negligent.
Ήμουν αμελής.
He was negligent of his duties.
Ήταν αμελής για τα καθήκοντά του.
I was negligent.
Ήμουν αμελής.