Translation meaning & definition of the word "neglectful" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "παραμελημένος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Neglectful
[Αμελής]/nɪglɛktfəl/
adjective
1. Not showing due care or attention
- "Inattentive students"
- "An inattentive babysitter"
- "Neglectful parents"
- synonym:
- inattentive ,
- neglectful
1. Μη επίδειξη της δέουσας φροντίδας ή προσοχής
- "Απρόσεκτοι μαθητές"
- "Μια απρόσεκτη μπέιμπι σίτερ"
- "Παραμελημένοι γονείς"
- συνώνυμο:
- απρόσεκτοσ ,
- αμελήσ
2. Failing in what duty requires
- "Derelict (or delinquent) in his duty"
- "Neglectful of his duties"
- "Remiss of you not to pay your bills"
- synonym:
- derelict ,
- delinquent ,
- neglectful ,
- remiss
2. Αποτυχία σε ό, τι απαιτεί το καθήκον
- "Εγκαταλελειμμένος (ή παραβάτης) στο καθήκον του"
- "Παραμελώντας τα καθήκοντά του"
- "Απόλυση σου να μην πληρώσεις τους λογαριασμούς σου"
- συνώνυμο:
- εγκαταλελειμμένος ,
- παραβάτησ ,
- αμελήσ ,
- παράλειψη