Translation meaning & definition of the word "neglect" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "ανακάλεση" στην ελληνική γλώσσα
Neglect
[Παραμελώ]noun
1. Lack of attention and due care
- synonym:
- disregard ,
- neglect
1. Έλλειψη προσοχής και φροντίδας
- συνώνυμο:
- αγνόηση ,
- παραμέληση
2. The state of something that has been unused and neglected
- "The house was in a terrible state of neglect"
- synonym:
- neglect ,
- disuse
2. Η κατάσταση κάτι που έχει αχρησιμοποιηθεί και παραμεληθεί
- "Το σπίτι ήταν σε μια τρομερή κατάσταση παραμέλησης"
- συνώνυμο:
- παραμέληση ,
- αποσυνδέω
3. Willful lack of care and attention
- synonym:
- disregard ,
- neglect
3. Εσκεμμένη έλλειψη φροντίδας και προσοχής
- συνώνυμο:
- αγνόηση ,
- παραμέληση
4. The trait of neglecting responsibilities and lacking concern
- synonym:
- negligence ,
- neglect ,
- neglectfulness
4. Το χαρακτηριστικό της παραμέλησης ευθυνών και της έλλειψης ανησυχίας
- συνώνυμο:
- αμέλεια ,
- παραμέληση
5. Failure to act with the prudence that a reasonable person would exercise under the same circumstances
- synonym:
- negligence ,
- carelessness ,
- neglect ,
- nonperformance
5. Αποτυχία να ενεργήσει με τη σύνεση που ένα λογικό άτομο θα ασκήσει υπό τις ίδιες συνθήκες
- συνώνυμο:
- αμέλεια ,
- απροσεξία ,
- παραμέληση ,
- μη απόδοση
verb
1. Leave undone or leave out
- "How could i miss that typo?"
- "The workers on the conveyor belt miss one out of ten"
- synonym:
- neglect ,
- pretermit ,
- omit ,
- drop ,
- miss ,
- leave out ,
- overlook ,
- overleap
1. Αφήστε το να αναιρεθεί ή να φύγει έξω
- "Πώς να χάσω αυτό το τυπογραφικό λάθος?"
- "Οι εργαζόμενοι στη ζώνη μεταφορέων χάνουν ένα στα δέκα"
- συνώνυμο:
- παραμέληση ,
- προετοιμάζω ,
- παραλείπω ,
- πτώση ,
- απολαμβάνω ,
- αφήνω έξω ,
- παραβλέπω ,
- υπερχείλιση
2. Fail to do something
- Leave something undone
- "She failed to notice that her child was no longer in his crib"
- "The secretary failed to call the customer and the company lost the account"
- synonym:
- fail ,
- neglect
2. Αποτυχία να κάνει κάτι
- Αφήστε κάτι να αναιρεθεί
- "Απέτυχε να παρατηρήσει ότι το παιδί της δεν ήταν πλέον στο παχνί του"
- "Ο γραμματέας απέτυχε να καλέσει τον πελάτη και η εταιρεία έχασε το λογαριασμό"
- συνώνυμο:
- αποτυγχάνω ,
- παραμέληση
3. Fail to attend to
- "He neglects his children"
- synonym:
- neglect
3. Αποτυγχάνω να παρακολουθήσω
- "Παραμελεί τα παιδιά του"
- συνώνυμο:
- παραμέληση
4. Give little or no attention to
- "Disregard the errors"
- synonym:
- neglect ,
- ignore ,
- disregard
4. Δώστε λίγη ή καθόλου προσοχή
- "Αποσυνδέστε τα λάθη"
- συνώνυμο:
- παραμέληση ,
- αγνοώ ,
- αγνόηση