Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "negative" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αρνητικό" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Negative

[Αρνητικός]
/nɛgətɪv/

noun

1. A reply of denial

  • "He answered in the negative"
    synonym:
  • negative

1. Απάντηση στην άρνηση

  • "Απάντησε αρνητικά"
    συνώνυμο:
  • αρνητικός

2. A piece of photographic film showing an image with light and shade or colors reversed

    synonym:
  • negative

2. Ένα κομμάτι της φωτογραφικής ταινίας που δείχνει μια εικόνα με το φως και τη σκιά ή τα χρώματα αντιστραφεί

    συνώνυμο:
  • αρνητικός

verb

1. Vote against

  • Refuse to endorse
  • Refuse to assent
  • "The president vetoed the bill"
    synonym:
  • veto
  • ,
  • blackball
  • ,
  • negative

1. Καταψηφίζω

  • Αρνηθείτε να υποστηρίξετε
  • Αρνηθείτε να συγκαταθέσετε
  • "Ο πρόεδρος άσκησε βέτο στο νομοσχέδιο"
    συνώνυμο:
  • βέβαιο
  • ,
  • μπλάκφα
  • ,
  • αρνητικός

adjective

1. Characterized by or displaying negation or denial or opposition or resistance

  • Having no positive features
  • "A negative outlook on life"
  • "A colorless negative personality"
  • "A negative evaluation"
  • "A negative reaction to an advertising campaign"
    synonym:
  • negative

1. Χαρακτηρίζεται από ή εμφανίζει άρνηση ή άρνηση ή αντίσταση

  • Χωρίς θετικά χαρακτηριστικά
  • "Αρνητικές προοπτικές για τη ζωή"
  • "Μια άχρωμη αρνητική προσωπικότητα"
  • "Αρνητική αξιολόγηση"
  • "Αρνητική αντίδραση σε διαφημιστική καμπάνια"
    συνώνυμο:
  • αρνητικός

2. Expressing or consisting of a negation or refusal or denial

    synonym:
  • negative

2. Έκφραση ή αποτέλεσμα άρνησης ή άρνησης ή άρνησης

    συνώνυμο:
  • αρνητικός

3. Having the quality of something harmful or unpleasant

  • "Ran a negative campaign"
  • "Delinquents retarded by their negative outlook on life"
    synonym:
  • negative

3. Έχοντας την ποιότητα κάτι επιβλαβές ή δυσάρεστο

  • "Καταλήξαμε σε αρνητική εκστρατεία"
  • "Τα εγκαταλελειμμένα επιβραδύνθηκαν από τις αρνητικές προοπτικές τους για τη ζωή"
    συνώνυμο:
  • αρνητικός

4. Not indicating the presence of microorganisms or disease or a specific condition

  • "The hiv test was negative"
    synonym:
  • negative
  • ,
  • disconfirming

4. Δεν δείχνει την παρουσία μικροοργανισμών ή ασθένειας ή μια συγκεκριμένη κατάσταση

  • "Το τεστ του ιελ ήταν αρνητικό"
    συνώνυμο:
  • αρνητικός
  • ,
  • ανεπιβεβαίωση

5. Reckoned in a direction opposite to that regarded as positive

  • "Negative interest rates"
    synonym:
  • negative

5. Υπολογίζεται σε μια κατεύθυνση αντίθετη από αυτή που θεωρείται θετική

  • "Αρνητικά επιτόκια"
    συνώνυμο:
  • αρνητικός

6. Less than zero

  • "A negative number"
    synonym:
  • negative

6. Λιγότερο από το μηδέν

  • "Αρνητικός αριθμός"
    συνώνυμο:
  • αρνητικός

7. Designed or tending to discredit, especially without positive or helpful suggestions

  • "Negative criticism"
    synonym:
  • damaging
  • ,
  • negative

7. Σχεδιασμένος ή τείνοντας να δυσφημίσει, ειδικά χωρίς θετικές ή χρήσιμες προτάσεις

  • "Αρνητική κριτική"
    συνώνυμο:
  • επιβλαβής
  • ,
  • αρνητικός

8. Having a negative charge

  • "Electrons are negative"
    synonym:
  • negative
  • ,
  • electronegative
  • ,
  • negatively charged

8. Έχοντας αρνητικό φορτίο

  • "Τα ηλεκτρόνια είναι αρνητικά"
    συνώνυμο:
  • αρνητικός
  • ,
  • ηλεκτραρνητική
  • ,
  • αρνητικά φορτισμένο

9. Involving disadvantage or harm

  • "Minus (or negative) factors"
    synonym:
  • minus
  • ,
  • negative

9. Συμπεριλαμβάνοντας μειονέκτημα ή βλάβη

  • "Μείον (αρνητικοί παράγοντες)"
    συνώνυμο:
  • μείον
  • ,
  • αρνητικός

Examples of using

My response is still negative.
Η απάντησή μου είναι αρνητική.
Tom replied in the negative.
Ο Τομ απάντησε αρνητικά.
Why do you have such a negative approach to life?
Γιατί έχετε μια τόσο αρνητική προσέγγιση στη ζωή?