Translation meaning & definition of the word "needful" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επιβλαβής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Needful
[Απαραίτητοσ]/nidfəl/
adjective
1. Necessary for relief or supply
- "Provided them with all things needful"
- synonym:
- needed ,
- needful ,
- required ,
- requisite
1. Απαραίτητο για ανακούφιση ή παροχή
- "Τους παρείχε όλα τα πράγματα που χρειάζονται"
- συνώνυμο:
- αναγκαίος ,
- επιθυμητόσ ,
- απαιτείται ,
- απαιτούμενο