Translation meaning & definition of the word "nee" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "νεί" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Nee
[Νε]/ni/
adjective
1. (meaning literally `born') used to indicate the maiden or family name of a married woman
- "Hillary clinton nee rodham"
- synonym:
- nee
1. (που σημαίνει κυριολεκτικά `γεννημένο') χρησιμοποιείται για να δείξει το παρθενικό ή οικογενειακό όνομα μιας παντρεμένης γυναίκας
- "Ιδιωμένη κλίντον νε ρόνταμ"
- συνώνυμο:
- νέο