Translation meaning & definition of the word "nectar" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "νέκταρ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Nectar
[Νέκταρ]/nɛktər/
noun
1. A sweet liquid secretion that is attractive to pollinators
- synonym:
- nectar
1. Μια γλυκιά υγρή έκκριση που είναι ελκυστική για τους επικονιαστές
- συνώνυμο:
- νέκταρ
2. Fruit juice especially when undiluted
- synonym:
- nectar
2. Χυμός φρούτων ειδικά όταν δεν αραιώνεται
- συνώνυμο:
- νέκταρ
3. (classical mythology) the food and drink of the gods
- Mortals who ate it became immortal
- synonym:
- ambrosia ,
- nectar
3. (κλασική μυθολογία) η τροφή και το ποτό των θεών
- Οι θνητοί που το έφαγαν έγιναν αθάνατοι
- συνώνυμο:
- αμβροσία ,
- νέκταρ
Examples of using
Bees feed on nectar.
Οι μέλισσες τρέφονται με νέκταρ.