Translation meaning & definition of the word "necktie" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "νέκτι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Necktie
[Κολιέ]/nɛktaɪ/
noun
1. Neckwear consisting of a long narrow piece of material worn (mostly by men) under a collar and tied in knot at the front
- "He stood in front of the mirror tightening his necktie"
- "He wore a vest and tie"
- synonym:
- necktie ,
- tie
1. Λαιμόκοψη που αποτελείται από ένα μακρύ στενό κομμάτι υλικού που φοριέται (κυρίως από το μεν) κάτω από ένα κολάρο και δεμένο σε κόμπο
- "Στάθηκε μπροστά από τον καθρέφτη σφίγγοντας το λαιμό του"
- "Φορούσε γιλέκο και γραβάτα"
- συνώνυμο:
- λαιμόκοψη ,
- γραβάτα
Examples of using
There's a coffee stain on your necktie.
Υπάρχει ένα λεκέ καφέ στο λαιμό σας.
Could you show me that necktie?
Μπορείτε να μου δείξετε αυτό το λαιμό?