Translation meaning & definition of the word "necklace" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κολιέ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Necklace
[Κολιέ]/nɛkləs/
noun
1. Jewelry consisting of a cord or chain (often bearing gems) worn about the neck as an ornament (especially by women)
- synonym:
- necklace
1. Κοσμήματα που αποτελούνται από ένα κορδόνι ή αλυσίδα (συχνά φέρουν πολύτιμους λίθους) που φοριέται για το λαιμό ως στολίδι ( ειδικά )
- συνώνυμο:
- κολιέ
Examples of using
The clasp on this necklace is broken.
Το κούμπωμα σε αυτό το κολιέ είναι σπασμένο.
This necklace is a family heirloom.
Αυτό το κολιέ είναι ένα οικογενειακό κειμήλιο.
I like your necklace.
Μου αρέσει το κολιέ σου.