Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "neat" into Greek language

Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "τακτοποιημένος" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Neat

[Προσεγμένο]
/nit/

adjective

1. Clean or organized

  • "Her neat dress"
  • "A neat room"
    synonym:
  • neat
  • ,
  • orderly

1. Καθαρό ή οργανωμένο

  • "Το προσεγμένο φόρεμά της"
  • "Ένα προσεγμένο δωμάτιο"
    συνώνυμο:
  • τακτοποιημένο
  • ,
  • τακτοποιημένος

2. Showing care in execution

  • "Neat homework"
  • "Neat handwriting"
    synonym:
  • neat

2. Επίδειξη φροντίδας στην εκτέλεση

  • "Καθαρή εργασία"
  • "Καθαρός γραφικός χαρακτήρας"
    συνώνυμο:
  • τακτοποιημένο

3. Free from what is tawdry or unbecoming

  • "A neat style"
  • "A neat set of rules"
  • "She hated to have her neat plans upset"
    synonym:
  • neat
  • ,
  • refined
  • ,
  • tasteful

3. Απαλλαγμένο από αυτό που είναι ξερό ή ανάρμοστο

  • "Ένα προσεγμένο στυλ"
  • "Ένα προσεγμένο σύνολο κανόνων"
  • "Μισούσε να αναστατώνει τα προσεγμένα της σχέδια"
    συνώνυμο:
  • τακτοποιημένο
  • ,
  • εκλεπτυσμένος
  • ,
  • καλόγουστος

4. Free from clumsiness

  • Precisely or deftly executed
  • "He landed a clean left on his opponent's cheek"
  • "A clean throw"
  • "The neat exactness of the surgeon's knife"
    synonym:
  • clean
  • ,
  • neat

4. Απαλλαγμένο από αδεξιότητα

  • Εκτελεσμένο με ακρίβεια ή επιδεξιότητα
  • "Προσγειώθηκε καθαρά αριστερά στο μάγουλο του αντιπάλου του"
  • "Μια καθαρή ρίψη"
  • "Η τακτοποιημένη ακρίβεια του μαχαιριού του χειρουργού"
    συνώνυμο:
  • καθαρός
  • ,
  • τακτοποιημένο

5. Very good

  • "He did a bully job"
  • "A neat sports car"
  • "Had a great time at the party"
  • "You look simply smashing"
    synonym:
  • bang-up
  • ,
  • bully
  • ,
  • corking
  • ,
  • cracking
  • ,
  • dandy
  • ,
  • great
  • ,
  • groovy
  • ,
  • keen
  • ,
  • neat
  • ,
  • nifty
  • ,
  • not bad(p)
  • ,
  • peachy
  • ,
  • slap-up
  • ,
  • swell
  • ,
  • smashing

5. Πολύ καλό

  • "Έκανε δουλειά νταής"
  • "Ένα προσεγμένο σπορ αυτοκίνητο"
  • "Πέρασα υπέροχα στο πάρτι"
  • "Κοιτάς απλά συντριβή"
    συνώνυμο:
  • μπαμ-απ
  • ,
  • νταής
  • ,
  • φελλό
  • ,
  • ρωγμή
  • ,
  • dandy
  • ,
  • υπέροχο
  • ,
  • αυλακωτόσ
  • ,
  • ενθουσιώδης
  • ,
  • τακτοποιημένο
  • ,
  • νιφτ
  • ,
  • όχι κακό(p)
  • ,
  • ροδακινί
  • ,
  • χαστούκι
  • ,
  • πρήζω
  • ,
  • συντριβή

6. Without water

  • "Took his whiskey neat"
    synonym:
  • neat
  • ,
  • straight
  • ,
  • full-strength

6. Χωρίς νερό

  • "Πήρε το ουίσκι του τακτοποιημένο"
    συνώνυμο:
  • τακτοποιημένο
  • ,
  • ευθεία
  • ,
  • πλήρης δύναμη

Examples of using

She has very neat handwriting.
Έχει πολύ προσεγμένο γραφικό χαρακτήρα.
Keep your room as neat as you can.
Κρατήστε το δωμάτιό σας όσο πιο προσεγμένο μπορείτε.