Translation meaning & definition of the word "navy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βαρύ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Navy
[Ναυτικό]/nevi/
noun
1. An organization of military vessels belonging to a country and available for sea warfare
- synonym:
- navy ,
- naval forces
1. Μια οργάνωση στρατιωτικών σκαφών που ανήκουν σε μια χώρα και είναι διαθέσιμα για θαλάσσιο πόλεμο
- συνώνυμο:
- ναυτικό ,
- ναυτικές δυνάμεις
2. A dark shade of blue
- synonym:
- dark blue ,
- navy ,
- navy blue
2. Μια σκοτεινή απόχρωση του μπλε
- συνώνυμο:
- σκούρο μπλε ,
- ναυτικό ,
- μπλε ναυτικό
3. The navy of the united states of america
- The agency that maintains and trains and equips combat-ready naval forces
- synonym:
- United States Navy ,
- US Navy ,
- USN ,
- Navy
3. Το ναυτικό των ηνωμένων πολιτειών της αμερικής
- Ο οργανισμός που συντηρεί και εκπαιδεύει και εξοπλίζει έτοιμες για μάχη ναυτικές δυνάμεις
- συνώνυμο:
- Ναυτικό των Ηνωμένων Πολιτειών ,
- Αμερικανικό Ναυτικό ,
- ΟΥΣΝ ,
- Ναυτικό
Examples of using
A language is a dialect with an army and a navy.
Μια γλώσσα είναι μια διάλεκτος με στρατό και ναυτικό.
A language is a dialect with an army and navy.
Μια γλώσσα είναι μια διάλεκτος με στρατό και ναυτικό.
I went into the navy.
Πήγα στο ναυτικό.