Translation meaning & definition of the word "navigator" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αναζωογονητής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Navigator
[Πλοηγός]/nævəgetər/
noun
1. The ship's officer in charge of navigation
- synonym:
- sailing master ,
- navigator
1. Ο αξιωματικός του πλοίου που είναι υπεύθυνος για τη ναυσιπλοΐα
- συνώνυμο:
- ιστιοπλοΐα ,
- πλοηγός
2. The member of an aircrew who is responsible for the aircraft's course
- synonym:
- navigator
2. Το μέλος ενός πληρώματος που είναι υπεύθυνο για την πορεία του αεροσκάφους
- συνώνυμο:
- πλοηγός
3. In earlier times, a person who explored by ship
- synonym:
- navigator
3. Σε παλαιότερες εποχές, ένα άτομο που εξερεύνησε με πλοίο
- συνώνυμο:
- πλοηγός