Translation meaning & definition of the word "nave" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ναυτός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Nave
[Ναού]/nev/
noun
1. The central area of a church
- synonym:
- nave
1. Η κεντρική περιοχή μιας εκκλησίας
- συνώνυμο:
- ναβ