Translation meaning & definition of the word "naval" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ναυτικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Naval
[Ναυτικό]/nevəl/
adjective
1. Connected with or belonging to or used in a navy
- "Naval history"
- "Naval commander"
- "Naval vessels"
- synonym:
- naval
1. Συνδέεται με ή ανήκει ή χρησιμοποιείται σε ναυτικό
- "Ναυτική ιστορία"
- "Ναυτικός διοικητής"
- "Ναυτικά σκάφη"
- συνώνυμο:
- ναυτικόσ