Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "naughty" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "άτακτος" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Naughty

[Άτακτος]
/nɔti/

adjective

1. Suggestive of sexual impropriety

  • "A blue movie"
  • "Blue jokes"
  • "He skips asterisks and gives you the gamy details"
  • "A juicy scandal"
  • "A naughty wink"
  • "Naughty words"
  • "Racy anecdotes"
  • "A risque story"
  • "Spicy gossip"
    synonym:
  • blue
  • ,
  • gamy
  • ,
  • gamey
  • ,
  • juicy
  • ,
  • naughty
  • ,
  • racy
  • ,
  • risque
  • ,
  • spicy

1. Υπαινισσόμενοι για σεξουαλική απιθανότητα

  • "Μια γαλάζια ταινία"
  • "Μπλε αστεία"
  • "Παραλείπει τους αστερίσκους και σας δίνει τις λεπτομέρειες παιχνιδιού"
  • "Ένα ζουμερό σκάνδαλο"
  • "Ένα άτακτο βρυχηθμό"
  • "Άτακτες λέξεις"
  • "Ανέκδοτα της εξουσίας"
  • "Μια αποκρουστική ιστορία"
  • "Πικάντικο κουτσομπολιό"
    συνώνυμο:
  • μπλε
  • ,
  • γαμημένοσ
  • ,
  • παιχνιδιάρησ
  • ,
  • ζουμερός
  • ,
  • άτακτος
  • ,
  • τραγανόσ
  • ,
  • περίπτωση αναπνοής
  • ,
  • πικάντικος

2. Badly behaved

  • "A naughty boy"
    synonym:
  • naughty

2. Συμπεριφέρθηκε άσχημα

  • "Ένα άτακτο αγόρι"
    συνώνυμο:
  • άτακτος

Examples of using

Today schoolboys are more naughty than earlier.
Σήμερα οι μαθητές είναι πιο άτακτοι από πριν.
Have you been naughty or nice?
Ήσουν άτακτος ή καλός?
I cannot tolerate naughty children.
Δεν μπορώ να ανεχτώ άτακτα παιδιά.