Translation meaning & definition of the word "nature" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φύση" στην ελληνική γλώσσα
Nature
[Φύση]noun
1. The essential qualities or characteristics by which something is recognized
- "It is the nature of fire to burn"
- "The true nature of jealousy"
- synonym:
- nature
1. Τις βασικές ιδιότητες ή τα χαρακτηριστικά με τα οποία αναγνωρίζεται κάτι
- "Είναι η φύση της φωτιάς να καίει"
- "Η πραγματική φύση της ζήλιας"
- συνώνυμο:
- φύση
2. A causal agent creating and controlling things in the universe
- "The laws of nature"
- "Nature has seen to it that men are stronger than women"
- synonym:
- nature
2. Ένας αιτιώδης παράγοντας που δημιουργεί και ελέγχει τα πράγματα στο σύμπαν
- "Οι νόμοι της φύσης"
- "Η φύση έχει δει ότι οι άνδρες είναι ισχυρότεροι από τις γυναίκες"
- συνώνυμο:
- φύση
3. The natural physical world including plants and animals and landscapes etc.
- "They tried to preserve nature as they found it"
- synonym:
- nature
3. Ο φυσικός φυσικός κόσμος συμπεριλαμβανομένων των φυτών και των ζώων και των τοπίων κ.λπ.
- "Προσπάθησαν να διατηρήσουν τη φύση όπως τη βρήκαν"
- συνώνυμο:
- φύση
4. The complex of emotional and intellectual attributes that determine a person's characteristic actions and reactions
- "It is his nature to help others"
- synonym:
- nature
4. Το σύμπλεγμα των συναισθηματικών και πνευματικών χαρακτηριστικών που καθορίζουν τις χαρακτηριστικές ενέργειες και αντιδράσεις ενός ατόμου
- "Είναι στη φύση του να βοηθάει τους άλλους"
- συνώνυμο:
- φύση
5. A particular type of thing
- "Problems of this type are very difficult to solve"
- "He's interested in trains and things of that nature"
- "Matters of a personal nature"
- synonym:
- nature
5. Ένας συγκεκριμένος τύπος πράγματος
- "Τα προβλήματα αυτού του τύπου είναι πολύ δύσκολο να επιλυθούν"
- "Ενδιαφέρεται για τρένα και πράγματα αυτής της φύσης"
- "Παραστάσεις προσωπικής φύσης"
- συνώνυμο:
- φύση