Translation meaning & definition of the word "naturalism" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φυσικός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Naturalism
[Φυσιολογία]/næʧərəlɪzəm/
noun
1. (philosophy) the doctrine that the world can be understood in scientific terms without recourse to spiritual or supernatural explanations
- synonym:
- naturalism
1. (φιλοσοφία) το δόγμα ότι ο κόσμος μπορεί να γίνει κατανοητός με επιστημονικούς όρους χωρίς προσφυγή σε πνευματικές ή υπερφυσικές εξηγήσεις
- συνώνυμο:
- φυσιολατρεία
2. An artistic movement in 19th century france
- Artists and writers strove for detailed realistic and factual description
- synonym:
- naturalism ,
- realism
2. Καλλιτεχνικό κίνημα στη γαλλία του 19ου αιώνα
- Καλλιτέχνες και συγγραφείς προσπάθησαν για λεπτομερή ρεαλιστική και πραγματική περιγραφή
- συνώνυμο:
- φυσιολατρεία ,
- ρεαλισμός