Translation meaning & definition of the word "natty" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "ασήμαντο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Natty
[Νατί]/næti/
adjective
1. Marked by up-to-dateness in dress and manners
- "A dapper young man"
- "A jaunty red hat"
- synonym:
- dapper ,
- dashing ,
- jaunty ,
- natty ,
- raffish ,
- rakish ,
- spiffy ,
- snappy ,
- spruce
1. Χαρακτηρίζεται από την επικαιρότητα στο φόρεμα και τους τρόπους
- "Ένας νεαρός άνδρας"
- "Ένα αποτρόπαιο κόκκινο καπέλο"
- συνώνυμο:
- παίζων ,
- πτώση ,
- τρομακτικός ,
- νάτι ,
- παραπονεμένοσ ,
- τραχικόσ ,
- ασταθήσ ,
- αναπηδήσ ,
- ερυθρελάτη