Translation meaning & definition of the word "nativity" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γεννητικότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Nativity
[Γέννηση]/nətɪvəti/
noun
1. The event of being born
- "They celebrated the birth of their first child"
- synonym:
- birth ,
- nativity ,
- nascency ,
- nascence
1. Το γεγονός της γέννησης
- "Γιόρτασαν τη γέννηση του πρώτου τους παιδιού"
- συνώνυμο:
- γέννηση ,
- ανασκόπηση ,
- ανατολή
2. The theological doctrine that jesus christ had no human father
- Christians believe that jesus's birth fulfilled old testament prophecies and was attended by miracles
- The nativity is celebrated at christmas
- synonym:
- Virgin Birth ,
- Nativity
2. Το θεολογικό δόγμα ότι ο ιησούς χριστός δεν είχε ανθρώπινο πατέρα
- Οι χριστιανοί πιστεύουν ότι η γέννηση του ιησού εκπλήρωσε τις προφητείες της παλαιάς διαθήκης και παρακολουθήθηκε από θαύματα
- Η γέννηση γιορτάζεται τα χριστούγεννα
- συνώνυμο:
- Παρθένος Γέννηση ,
- Γέννηση