Translation meaning & definition of the word "natal" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γεννητική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Natal
[Νατάλ]/netəl/
noun
1. A region of eastern south africa on the indian ocean
- "Natal was renamed kwazulu-natal in 1994"
- synonym:
- Natal ,
- KwaZulu-Natal
1. Μια περιοχή της ανατολικής νότιας αφρικής στον ινδικό ωκεανό
- "Η νατάλ μετονομάστηκε σε κουαζούλου-νατάλ το 1994"
- συνώνυμο:
- Νατάλ ,
- Κουαζούλου-Νατάλ
2. A port city in northeastern brazil
- synonym:
- Natal
2. Μια πόλη λιμάνι στη βορειοανατολική βραζιλία
- συνώνυμο:
- Νατάλ
adjective
1. Relating to or accompanying birth
- "Natal injuries"
- "Natal day"
- "Natal influences"
- synonym:
- natal
1. Σχετικά με ή συνοδευτικά με τη γέννηση
- "Γεννητικοί τραυματισμοί"
- "Γεννητική ημέρα"
- "Γεννητικές επιρροές"
- συνώνυμο:
- γενέθλιος
2. Of or relating to the buttocks
- synonym:
- natal
2. Από ή σχετίζονται με τους γλουτούς
- συνώνυμο:
- γενέθλιος