Translation meaning & definition of the word "nasty" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "νόστιμο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Nasty
[Δυσάρεστος]/næsti/
adjective
1. Offensive or even (of persons) malicious
- "In a nasty mood"
- "A nasty accident"
- "A nasty shock"
- "A nasty smell"
- "A nasty trick to pull"
- "Will he say nasty things at my funeral?"- ezra pound
- synonym:
- nasty ,
- awful
1. Επιθετικά ή ακόμα και (από άτομα) κακόβουλο
- "Σε μια άσχημη διάθεση"
- "Ένα αποτυχημένο ατύχημα"
- "Ένα δυσάρεστο σοκ"
- "Μια άσχημη μυρωδιά"
- "Ένα δυσάρεστο κόλπο για να τραβήξεις"
- "Θα πει άσχημα πράγματα στην κηδεία μου; "- έζρα πούντ
- συνώνυμο:
- άσχημοσ ,
- απαίσιοσ
2. Exasperatingly difficult to handle or circumvent
- "A nasty problem"
- "A good man to have on your side in a tight situation"
- synonym:
- nasty ,
- tight
2. Εξαιρετικά δύσκολο να χειριστεί ή να παρακάμψει
- "Ένα αποτρόπαιο πρόβλημα"
- "Ένας καλός άνθρωπος να έχει στο πλευρό σας σε μια σφιχτή κατάσταση"
- συνώνυμο:
- άσχημοσ ,
- σφιχτός
3. Characterized by obscenity
- "Had a filthy mouth"
- "Foul language"
- "Smutty jokes"
- synonym:
- cruddy ,
- filthy ,
- foul ,
- nasty ,
- smutty
3. Χαρακτηρίζεται από αισχρότητα
- "Έχω ένα βρώμικο στόμα"
- "Απατηλή γλώσσα"
- "Λεπτά αστεία"
- συνώνυμο:
- παχουλός ,
- βρωμερόσ ,
- φάουλ ,
- άσχημοσ ,
- αποτυχία
4. Disgustingly dirty
- Filled or smeared with offensive matter
- "As filthy as a pigsty"
- "A foul pond"
- "A nasty pigsty of a room"
- synonym:
- filthy ,
- foul ,
- nasty
4. Αηδιαστικά βρώμικα
- Γεμάτο ή λερωμένο με επιθετική ύλη
- "Τόσο βρώμικο όσο ένα χοιρίδιο"
- "Μια φάουλ λίμνη"
- "Ένα δυσάρεστο γουρουνάκι ενός δωματίου"
- συνώνυμο:
- βρωμερόσ ,
- φάουλ ,
- άσχημοσ
Examples of using
I didn't expect such a nasty response to my question.
Δεν περίμενα τόσο άσχημη απάντηση στην ερώτησή μου.
I have a nasty feeling something awful is going to happen.
Έχω ένα άσχημο συναίσθημα ότι κάτι φοβερό θα συμβεί.
The coffee is nasty.
Ο καφές είναι απαίσιο.