Translation meaning & definition of the word "narrow" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "στενό" στην ελληνική γλώσσα
Narrow
[Στενόσ]noun
1. A narrow strait connecting two bodies of water
- synonym:
- narrow
1. Ένα στενό στενό που συνδέει δύο σώματα νερού
- συνώνυμο:
- στενόσ
verb
1. Make or become more narrow or restricted
- "The selection was narrowed"
- "The road narrowed"
- synonym:
- narrow ,
- contract
1. Κάντε ή γίνετε πιο στενοί ή περιορισμένοι
- "Η επιλογή περιορίστηκε"
- "Ο δρόμος στένεψε"
- συνώνυμο:
- στενόσ ,
- σύμβαση
2. Define clearly
- "I cannot narrow down the rules for this game"
- synonym:
- pin down ,
- peg down ,
- nail down ,
- narrow down ,
- narrow ,
- specify
2. Ορίστε σαφώς
- "Δεν μπορώ να περιορίσω τους κανόνες για αυτό το παιχνίδι"
- συνώνυμο:
- περνώ προς τα κάτω ,
- πετάω κάτω ,
- καρφώνω ,
- στενεύω ,
- στενόσ ,
- καθορίζω
3. Become more focus on an area of activity or field of study
- "She specializes in near eastern history"
- synonym:
- specialize ,
- specialise ,
- narrow ,
- narrow down
3. Γίνετε περισσότερο εστιασμένοι σε έναν τομέα δραστηριότητας ή πεδίο σπουδών
- "Ειδικεύεται στην ιστορία της εγγύς ανατολής"
- συνώνυμο:
- ειδικεύεται ,
- στενόσ ,
- στενεύω
4. Become tight or as if tight
- "Her throat constricted"
- synonym:
- constrict ,
- constringe ,
- narrow
4. Γίνετε σφιχτά ή σαν σφιχτά
- "Ο λαιμός της σφίγγεται"
- συνώνυμο:
- συσφίγγω ,
- περιορίζω ,
- στενόσ
adjective
1. Not wide
- "A narrow bridge"
- "A narrow line across the page"
- synonym:
- narrow
1. Όχι ευρύ
- "Μια στενή γέφυρα"
- "Μια στενή γραμμή σε όλη τη σελίδα"
- συνώνυμο:
- στενόσ
2. Limited in size or scope
- "The narrow sense of a word"
- synonym:
- narrow
2. Περιορισμένος στο μέγεθος ή το πεδίο εφαρμογής
- "Η στενή αίσθηση μιας λέξης"
- συνώνυμο:
- στενόσ
3. Lacking tolerance or flexibility or breadth of view
- "A brilliant but narrow-minded judge"
- "Narrow opinions"
- synonym:
- narrow-minded ,
- narrow
3. Ελλείψει ανοχής ή ευελιξίας ή εύρους οπτικής
- "Ένας λαμπρός αλλά στενόμυαλος δικαστής"
- "Στενές απόψεις"
- συνώνυμο:
- στενόμυαλοσ ,
- στενόσ
4. Very limited in degree
- "Won by a narrow margin"
- "A narrow escape"
- synonym:
- narrow
4. Πολύ περιορισμένος σε βαθμό
- "Κερδισμένος από ένα στενό περιθώριο"
- "Μια στενή απόδραση"
- συνώνυμο:
- στενόσ
5. Characterized by painstaking care and detailed examination
- "A minute inspection of the grounds"
- "A narrow scrutiny"
- "An exact and minute report"
- synonym:
- minute ,
- narrow
5. Χαρακτηρίζεται από επίπονη φροντίδα και λεπτομερή εξέταση
- "Μια ελάχιστη επιθεώρηση των λόγων"
- "Στενός έλεγχος"
- "Ακριβής και λεπτή έκθεση"
- συνώνυμο:
- λεπτό ,
- στενόσ