Translation meaning & definition of the word "narcissism" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ναρκισσισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Narcissism
[Ναρκισσισμόσ]/nɑrsɪsɪzəm/
noun
1. An exceptional interest in and admiration for yourself
- "Self-love that shut out everyone else"
- synonym:
- self-love ,
- narcism ,
- narcissism
1. Ένα εξαιρετικό ενδιαφέρον και θαυμασμό για τον εαυτό σας
- "Αγάπη για τον εαυτό σου που αποκλείει όλους τους άλλους"
- συνώνυμο:
- αγάπη για τον εαυτό ,
- ναρκωτικό ,
- ναρκισσισμός