Translation meaning & definition of the word "napping" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απαγωγή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Napping
[Χαρακτηρίζω]/næpɪŋ/
adjective
1. Not prepared or vigilant
- "The blow caught him napping"
- "Caught in an off-guard moment"
- "Found him off his guard"
- synonym:
- napping ,
- off-guard(a) ,
- off guard(p) ,
- off one's guard(p) ,
- off his guard ,
- off her guard ,
- off your guard
1. Δεν είναι προετοιμασμένοι ή επαγρυπνούν
- "Το χτύπημα τον έπιασε να χτυπά"
- "Πιάστηκε σε μια στιγμή εκτός φρουράς"
- "Τον έβγαλε από τη φρουρά του"
- συνώνυμο:
- ντραπ ,
- εκτός φρουράς( ,
- εκτός φρουράς()<TAG1> ,
- από τον φύλακα () ,
- από την φρουρά του ,
- από τη φρουρά της ,
- από τη φρουρά σου