Translation meaning & definition of the word "napoleon" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ναπολέων" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Napoleon
[Ναπολέων]/nəpoʊliən/
noun
1. French general who became emperor of the french (1769-1821)
- synonym:
- Napoleon ,
- Napoleon I ,
- Napoleon Bonaparte ,
- Bonaparte ,
- Little Corporal
1. Γάλλος στρατηγός που έγινε αυτοκράτορας του γάλλου (1769-1821)
- συνώνυμο:
- Ναπολέων ,
- Ναπολέοντας Α ́ ,
- Ναπολέοντα Βοναπάρτη ,
- Βοναπάρτη ,
- Μικρή στορατική
2. A rectangular piece of pastry with thin flaky layers and filled with custard cream
- synonym:
- napoleon
2. Ένα ορθογώνιο κομμάτι ζαχαροπλαστικής με λεπτές λεπτές στρώσεις και γεμάτο κρέμα κρέμας
- συνώνυμο:
- ναπολέοντα
3. A card game similar to whist
- Usually played for stakes
- synonym:
- Napoleon ,
- nap
3. Ένα παιχνίδι καρτών παρόμοιο με το σφύριγμα
- Συνήθως παίζεται για πονταρίσματα
- συνώνυμο:
- Ναπολέων ,
- υπνάκοσ