Translation meaning & definition of the word "nail" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καρφί" στην ελληνική γλώσσα
Nail
[Καρφί]noun
1. Horny plate covering and protecting part of the dorsal surface of the digits
- synonym:
- nail
1. Καυλωμένη πλάκα που καλύπτει και προστατεύει μέρος της ραχιαίας επιφάνειας των ψηφίων
- συνώνυμο:
- καρφί
2. A thin pointed piece of metal that is hammered into materials as a fastener
- synonym:
- nail
2. Ένα λεπτό μυτερό κομμάτι του μετάλλου που σφυρηλατείται σε υλικά ως συνδετήρα
- συνώνυμο:
- καρφί
3. A former unit of length for cloth equal to 1/16 of a yard
- synonym:
- nail
3. Μια πρώην μονάδα μήκους για ύφασμα ίσο με το 1/16 μιας αυλής
- συνώνυμο:
- καρφί
verb
1. Attach something somewhere by means of nails
- "Nail the board onto the wall"
- synonym:
- nail
1. Επισυνάψτε κάτι κάπου μέσω των νυχιών
- "Καρφώστε τον πίνακα στον τοίχο"
- συνώνυμο:
- καρφί
2. Take into custody
- "The police nabbed the suspected criminals"
- synonym:
- collar ,
- nail ,
- apprehend ,
- arrest ,
- pick up ,
- nab ,
- cop
2. Υπενθυμίζω
- "Η αστυνομία κατέστρεψε τους ύποπτους εγκληματίες"
- συνώνυμο:
- κολάρο ,
- καρφί ,
- συλλαμβάνω ,
- σύλληψη ,
- παραλαμβάνω ,
- ναμπ ,
- μπάτσος
3. Hit hard
- "He smashed a 3-run homer"
- synonym:
- smash ,
- nail ,
- boom ,
- blast
3. Χτύπημα
- "Κατέστρεψε έναν 3 χρονο οπαδό"
- συνώνυμο:
- συνθλίβω ,
- καρφί ,
- βραχίονασ ,
- έκρηξη
4. Succeed in obtaining a position
- "He nailed down a spot at harvard"
- synonym:
- nail down ,
- nail ,
- peg
4. Καταφέρνει να αποκτήσει θέση
- "Κατέβασε μια θέση στο χάρβαρντ"
- συνώνυμο:
- καρφώνω ,
- καρφί ,
- πεγκ
5. Succeed at easily
- "She sailed through her exams"
- "You will pass with flying colors"
- "She nailed her astrophysics course"
- synonym:
- breeze through ,
- ace ,
- pass with flying colors ,
- sweep through ,
- sail through ,
- nail
5. Επιτυγχάνει εύκολα
- "Έπλευσε μέσα από τις εξετάσεις της"
- "Θα περάσετε με ιπτάμενα χρώματα"
- "Καρφώθηκε στην πορεία της αστροφυσικής"
- συνώνυμο:
- αεράκι ,
- άσος ,
- περάστε με ιπτάμενα χρώματα ,
- περνώ ,
- πλέω μέσα ,
- καρφί
6. Locate exactly
- "Can you pinpoint the position of the enemy?"
- "The chemists could not nail the identity of the chromosome"
- synonym:
- pinpoint ,
- nail
6. Εντοπίστε ακριβώς
- "Μπορείτε να εντοπίσετε τη θέση του εχθρού?"
- "Οι χημικοί δεν μπορούσαν να καρφώσουν την ταυτότητα του χρωμοσώματος"
- συνώνυμο:
- αναφερόμενοσ ,
- καρφί
7. Complete a pass
- synonym:
- complete ,
- nail
7. Ολοκληρώστε ένα πέρασμα
- συνώνυμο:
- πλήρης ,
- καρφί