Translation meaning & definition of the word "nab" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "νάβη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Nab
[Ναμπ]/næb/
verb
1. Tag the base runner to get him out
- synonym:
- nab
1. Ετικέτα το δρομέα βάσης για να τον βγάλει έξω
- συνώνυμο:
- ναμπ
2. Take into custody
- "The police nabbed the suspected criminals"
- synonym:
- collar ,
- nail ,
- apprehend ,
- arrest ,
- pick up ,
- nab ,
- cop
2. Υπενθυμίζω
- "Η αστυνομία κατέστρεψε τους ύποπτους εγκληματίες"
- συνώνυμο:
- κολάρο ,
- καρφί ,
- συλλαμβάνω ,
- σύλληψη ,
- παραλαμβάνω ,
- ναμπ ,
- μπάτσος
3. Seize suddenly
- synonym:
- nab
3. Αρπάξτε ξαφνικά
- συνώνυμο:
- ναμπ