Translation meaning & definition of the word "na" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "να" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Na
[Να]/nɑ/
noun
1. A silvery soft waxy metallic element of the alkali metal group
- Occurs abundantly in natural compounds (especially in salt water)
- Burns with a yellow flame and reacts violently in water
- Occurs in sea water and in the mineral halite (rock salt)
- synonym:
- sodium ,
- Na ,
- atomic number 11
1. Ένα ασημένιο μαλακό κηρώδες μεταλλικό στοιχείο της αλκαλικής μεταλλικής ομάδας
- Εμφανίζεται άφθονα σε φυσικές ενώσεις (ειδικά στο θαλασσινό νερό)
- Καίγεται με κίτρινη φλόγα και αντιδρά βίαια στο νερό
- Εμφανίζεται στο θαλασσινό νερό και στον ορυκτό αλίτη (-ροκ
- συνώνυμο:
- νάτριο ,
- Να ,
- ατομικός αριθμός 11