Translation meaning & definition of the word "mythology" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μυθολογία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Mythology
[Μυθολογία]/məθɑləʤi/
noun
1. Myths collectively
- The body of stories associated with a culture or institution or person
- synonym:
- mythology
1. Μύθοι συλλογικά
- Το σώμα των ιστοριών που σχετίζονται με έναν πολιτισμό ή ένα ίδρυμα ή πρόσωπο
- συνώνυμο:
- μυθολογία
2. The study of myths
- synonym:
- mythology
2. Η μελέτη των μύθων
- συνώνυμο:
- μυθολογία