Translation meaning & definition of the word "myth" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μύθος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Myth
[Μύθος]/mɪθ/
noun
1. A traditional story accepted as history
- Serves to explain the world view of a people
- synonym:
- myth
1. Μια παραδοσιακή ιστορία αποδεκτή ως ιστορία
- Εξηγεί την παγκόσμια άποψη ενός λαού
- συνώνυμο:
- μύθος
Examples of using
It's just a myth that Rambo can defeat an army alone.
Είναι απλά ένας μύθος ότι ο Ράμπο μπορεί να νικήσει μόνο έναν στρατό.